Wydarzać στα ελληνικά
Μετάφραση: wydarzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμβαίνω, συμβαίνουν, συμβούν, συμβεί, να συμβεί, συμβαίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- biometryka στα ελληνικά - βιομετρικά στοιχεία, βιομετρία, βιομετρίας, βιομετρικών στοιχείων, τη χρήση βιομετρικών στοιχείων
- bosy στα ελληνικά - γυμνός, ξυπόλυτος, ξυπόλητοι, ξυπόλυτοι, γυμνά, γυμνά πόδια
- flecista στα ελληνικά - αυλητής, φλαουτίστας, φλαουτίστα, τον φλαουτίστα
- interwenient στα ελληνικά - παρεμβαίνουσα, παρεμβαίνων, παρεμβαίνον, παρεμβαίνουσας, παρεμβαίνοντος
Τυχαίες λέξεις
Wydarzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμβαίνω, συμβαίνουν, συμβούν, συμβεί, να συμβεί, συμβαίνει
Μεταφράσεις: συμβαίνω, συμβαίνουν, συμβούν, συμβεί, να συμβεί, συμβαίνει