Λέξη: χυδαίος
Σχετικές λέξεις: χυδαίος
χυδαίος συνώνυμο, χυδαίος συνωνυμα, χυδαίος ετυμολογία, χυδαίος μαρξισμός, χυδαίος υλισμός
Συνώνυμα: χυδαίος
μικτός, χονδρός, χονδρικός, ολικός, τραχύς, χοντρός, βάναυσος, πρόστυχος, κακόγουστος, θωρυβώδης, κραυγαλέος, κακοαναθρεμμένος, αχρείος, αγενής
Μεταφράσεις: χυδαίος
χυδαίος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
scurrilous, ribald, vulgar, indelicate, vulgarian, scurrile, lowbred
χυδαίος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chabacano, trivial, vulgar, vulgares, vulgo, ordinario
χυδαίος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
frech, gewöhnlich, hastend, abgeschmackt, vulgär, vulgäre, vulgären, vulgärer
χυδαίος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trivial, ordinaire, obscène, brut, licencieux, rustre, simple, commun, poissard, impudique, grossier, vulgaire, banal, ordurier, calomnieux, sale, vulgaires, vulgarité
χυδαίος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
osceno, volgare, volgari, volgo, vulgar, volgarità
χυδαίος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulgar, vulgares, ordinário, vulgo
χυδαίος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plat, triviaal, onbenullig, vulgair, grof, gemeen, vulgaire
χυδαίος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
скабрезный, простонародный, площадной, дешевый, заборный, базарный, грубый, грубиян, вульгарный, безвкусный, мещанский, сквернослов, фривольный, неприличный, оскорбительный, непристойный, вульгарным, вульгарно, вульгарной, вульгарная
χυδαίος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vulgær, vulgært, vulgære, simpel
χυδαίος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vulgär, plump, vulgärt, vulgära, vulgar
χυδαίος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alhaiso, arkipäiväinen, rahvas, karkea, rietas, vulgaari, mautonta, karkeaa, vulgaaria, vulgar
χυδαίος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vulgært, vulgær, vulgære, plat
χυδαίος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vulgární, sprostý, prostý, hrubý, lidový, obyčejný, obecný, všední, oplzlý, vulgárního, vulgárně, vulgárním, sprosté
χυδαίος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nieprzyzwoity, trywialny, sprośny, karczemny, ordynarny, prostacki, pospolity, rozpustnik, wulgarny, błazeński, nieparlamentarny, obelżywy, wulgarnych, wulgarne
χυδαίος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vulgáris, obszcén, otromba, közönséges, durva, a vulgáris, vulgar
χυδαίος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kaba, bayağı, vulgar, kaba bir, adi
χυδαίος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вулканолог, непристойний, вульгарний
χυδαίος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vulgar, vulgare, rëndomtë, vulgarë, i rëndomtë
χυδαίος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вулгарен, вулгарно, вулгарни, вулгарна, вулгарната
χυδαίος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вульгарны
χυδαίος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nilbe, vulgaarne, labane, vulgaarset, vulgaarse, vulgaarsed
χυδαίος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grub, podrugljiv, vulgaran, običan, razuzdan, prost, uvredljiv, vulgarne, vulgarno, vulgarni, vulgarna
χυδαίος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dónalegur, gróft, dónaleg, klúr
χυδαίος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vulgarus, šiurkštus, paprastasis, nepadorus, plačiai paplitęs
χυδαίος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vulgārs, prasts, vulgāra, vulgāri, vulgārus
χυδαίος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вулгарна, вулгарен, вулгарни, вулгарно, вулгарниот
χυδαίος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
injurios, vulgar, vulgare, vulgară, vulgara, de vulgar
χυδαίος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vulgarno, vulgarna, vulgarni, vulgarnih, vulgarne
χυδαίος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprostý, vulgárne, vulgárny, vulgárna, vulgárnu
Τυχαίες λέξεις