Λέξη: πτερύγιο
Σχετικές λέξεις: πτερύγιο
πτερύγιο αυτιού, πτερύγιο ωτός, πτερύγιο καρχαρία, ρινικό πτερύγιο, ουραίο πτερύγιο, πτερύγιο στο μάτι, πτερύγιο αντιυπνηλίας
Συνώνυμα: πτερύγιο
πτερύγιο ψαριού, πλατάγισμα, λεπίδα, λογχοειδές φύλλο, παλάμη κουπίου, ξίφος, λεβεντόπαιδο, μικρός οδοντωτός τροχός, πτερό, βατραχόπεδιλο
Μεταφράσεις: πτερύγιο
πτερύγιο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fin, vane, flap, blade, flipper, wing
πτερύγιο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aleta, paleta, solapa, flap, colgajo, solapa de
πτερύγιο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luftleitblech, schaufel, grat, propellerflügel, naht, windfahne, flügel, flosse, flossen, fünf, wetterfahne, Klappe, Lasche, Klappen, Patte
πτερύγιο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nageoire, cinq, ailette, girouette, aileron, aube, pelle, spatule, aile, rabat, volet, clapet, lambeau, volets
πτερύγιο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pala, pinna, patta, falda, lembo, aletta, pattina
πτερύγιο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sujo, aleta, barbatana, aba, retalho, aba de, tampa
πτερύγιο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wiek, klep, flap, klepje, lap, flappen
πτερύγιο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
визирка, кол, лопасть, пловец, ползун, флюгер, лопатка, рука, диоптр, крыло, киль, стабилизатор, клапан, заслонка, лоскут, заслонки, створка
πτερύγιο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
finne, klaff, klaffen
πτερύγιο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
klaff, flik, fliken, klaffen, luckan
πτερύγιο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
evä, sivuvakain, siipi, ripa, läppä, läpän, flap, luukku, läppää
πτερύγιο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
finne, flap, klap, klappen, flappen, flig
πτερύγιο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lopatka, korouhvička, ploutev, větrník, křidélko, patka, klopa, klapka, chlopeň, klapky
πτερύγιο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wiatrowskaz, łopatka, płetwa, statecznik, brzechwa, klapa, klapka, klapy, klapkę, klapę
πτερύγιο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
úszó, ventillátorszárny, vezérsík, öntésvarrat, öntésforradás, fékszárny, fül, fedél, fedelet, szárny
πτερύγιο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yüzgeç, kapak, kanat, flep, kapağı, flap
πτερύγιο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крило, лопатка, плавник, плавець, кіль, повзун, клапан, хлипак
πτερύγιο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përplasje, panik, alarmohem, kënd, fluturoj
πτερύγιο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плавник, дюлгер, клапа, капак, клапата, капаче, ламбо
πτερύγιο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клапан
πτερύγιο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tiib, ribi, tiivik, klapp, klapi, klapiga, klappe, klappi
πτερύγιο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krilo, lopatica, peraje, peraja, vjetrokaz, lepršati, klapni, preklop, zaklopka, flap
πτερύγιο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blakt, flipa, flipi, flipinn, speldi
πτερύγιο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atvartas, atvartu, sklendė, dangtelį
πτερύγιο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spura, atloks, Pārlaidums, nolaižamu malu, ielietnes durtiņas
πτερύγιο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
размавта, паниката, вратичката, поклопецот, капакот
πτερύγιο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clapă, clapa, lambou, clapeta, clapetă
πτερύγιο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lopatka, loputa, Zavihek, loputo, flap, zavihkom
πτερύγιο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lopatka, pätka, patka, päta
Τυχαίες λέξεις