Wydarzyć στα ελληνικά
Μετάφραση: wydarzyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dekoder στα ελληνικά - αποκωδικοποιητή, αποκωδικοποιητής, αποκωδικοποίησης, του αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή
- doskonałość στα ελληνικά - υπεροχή, τελειοποίηση, φινέτσα, τελειότητα, τελειότητας, την τελειότητα, τέλεια
- drożdżówka στα ελληνικά - κότσος, κουλουράκι, κουλούρι, κότσο, ψωμάκι
- dystrybuowanie στα ελληνικά - διανομή, κατανομή, διανομής, κατανομής, τη διανομή
Τυχαίες λέξεις
Wydarzyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει
Μεταφράσεις: διαδραματίζω, συμβαίνω, συμβεί, να συμβεί, συμβούν, συμβαίνουν, συμβαίνει