Wydrukować στα ελληνικά
Μετάφραση: wydrukować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τυπώνω, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciągle στα ελληνικά - συνεχώς, πάντοτε, γαλήνιος, πάντα, ακίνητος, ήρεμος, ακόμη, ...
- dłużnik στα ελληνικά - δανειζόμενος, οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
- grochówka στα ελληνικά - σούπα με μπιζέλια
- horrendalnie στα ελληνικά - τρομερά, φρικτά, τρομακτικά, φοβερά
Τυχαίες λέξεις
Wydrukować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τυπώνω, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη
Μεταφράσεις: τυπώνω, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, print, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη