Λέξη: τρίξιμο

Σχετικές λέξεις: τρίξιμο

τρίξιμο δοντιών, τρίξιμο δοντιών στα παιδιά, τρίξιμο δοντιών στον ύπνο παιδι, τρίξιμο αυχένα, τρίξιμο συμπλέκτη, τρίξιμο στο γόνατο, τρίξιμο ξύλινου πατώματος, τρίξιμο στισ αρθρώσεισ, τρίξιμο κρεβατιού, τρίξιμο στα γόνατα

Συνώνυμα: τρίξιμο

τριγμός, οξεία κραυγή, τσίρισμα

Μεταφράσεις: τρίξιμο

τρίξιμο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
groan, crackle, grinding, squeak, crackling, creak, grit, creaking

τρίξιμο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gemir, chisporrotear, quejido, crujido, crepitar, queja, gemido, chirrido, chirriar, chillido, squeak

τρίξιμο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reibend, schleifend, wehklage, wehgeschrei, gejammer, jammern, stöhnen, aufreiben, wehklagen, Quietschen, squeak, Quietsch, Quieken

τρίξιμο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fracas, gémissement, crépiter, crachement, râle, craquer, émoulage, pétiller, gémir, ahaner, plainte, claquer, abrasif, croquer, râler, friture, grincement, grincer, squeak, grincent, couinement

τρίξιμο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lamento, gemito, gemere, squittio, cigolio, squeak, squittiscono, squittire

τρίξιμο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
grão, gemido, carpir, rangido, guincho, chio, squeak, chiado

τρίξιμο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knetteren, kermen, kletteren, stenen, zuchten, kreunen, steunen, knapperen, piepen, gepiep, piep, squeak, kik

τρίξιμο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трескотня, стенать, оханье, точильный, треск, потрескивать, стенание, простонать, охать, потрескивание, кряхтеть, охнуть, хрустеть, скрип, трещать, хруст, писк, писка, скрипеть, скрипа

τρίξιμο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stønn, sprake, stønne, knirker, PIP, squeak, Piper

τρίξιμο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stöna, squeak, gnissla, gnäller, knyst, pip

τρίξιμο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valitus, itkeä, huokailla, rätinä, pahoitella, ruikuttaa, vaikeroida, rouhe, rätistä, kitistä, kitinä, vikinä, vingahtaa, narahtaa

τρίξιμο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stønne, knirke, squeak, gnÃ|kke, pibende, knirker

τρίξιμο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
praskat, nářek, hekat, křupat, sténat, sten, třeskot, jiskřit, mletí, naříkat, pískot, squeak, vrzat, skřípání, vrzání

τρίξιμο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
trzeszczeć, zajęczeć, szlifierski, skrzypieć, trzask, jęczeć, chrupot, stękać, buzować, jęk, jęczenie, zatrzeszczeć, chrzęścić, chrzęst, trzaskanie, pomruk, pisk, piszczenie, zapiać, piszczeć

τρίξιμο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
daráló, ropogás, csikorgatás, csiszolás, köszörülés, darálás, vinnyog, nyikkanás, nyikorgása, nyikorgás

τρίξιμο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
inilti, inlemek, gıcırtı, squeak, ciyaklamak, cıvıltıya, cırlamak

τρίξιμο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стогнати, потріскування, стогін, застогнати, скреготливий, притирання, молоття, писк

τρίξιμο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kërcitje, shpëtim, shpëtim për, gërvin, angullin

τρίξιμο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
скърцане, писък, цвърчене, писукане, цвърча

τρίξιμο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
піск, віск

τρίξιμο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ägisema, mõrane, rusuv, pragin, puru, täksima, oie, erosioon, oigama, kriuksuma, kriuksumine, kriiksumine, kriiksatama, kriiksutama

τρίξιμο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jačati, brušenje, jecaj, stenjanje, škripa, škripati, cika, škripanje, potkazivati

τρίξιμο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snarka, squeak

τρίξιμο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
gemitus, gemo

τρίξιμο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
girgždėti, cipčioti, cypsėti, girgždinti, cipauti

τρίξιμο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vaidēt, čīkstēt, kviekt

τρίξιμο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
квичат, скрцна, цивкаат, извик, граната

τρίξιμο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
chițăit, suna strident, scârțâi, scârțâit, țipăt ascuțit

τρίξιμο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
praskat, vrani, sten, Citati, škripanje, Odražali, škripanju

τρίξιμο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stenať, vzdych, ston, vŕzaní, piskot, pískanie, pískot
Τυχαίες λέξεις