Wygotować στα ελληνικά
Μετάφραση: wygotować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ciastkarnia στα ελληνικά - ζαχαροπλαστική, γλυκίσματα, ζαχαροπλαστείο, ζαχαρωτά, ζαχαροπλαστικής
- depesza στα ελληνικά - σύρμα, καλώδιο, τηλεγράφημα, τηλεγραφήματος, σύντομο μήνυμα, σύντομου μηνύματος
- dodawać-odejmować στα ελληνικά - add-, πρόσθετο, το πρόσθετο, πρόσθετα, πρόσθετη
- homonimiczny στα ελληνικά - ομώνυμος, ομώνυμο, ομώνυμη, ομώνυμου, ομώνυμες
Τυχαίες λέξεις
Wygotować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε
Μεταφράσεις: βράζω, βρασμός, βράσει, βράση, βράζουμε