Λέξη: κατανικώ
Συνώνυμα: κατανικώ
υπερισχύω, καταβάλλω, κάνω ματ, κυριαρχώ
Μεταφράσεις: κατανικώ
κατανικώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vanquish, checkmate, bowl over, overmaster
κατανικώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vencer, mate, jaque mate, jaque mate al, dar jaque mate, jaque mate a
κατανικώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
besiegen, schlagen, Schachmatt, Matt, checkmate, schachmatt zu setzen, matt zu setzen
κατανικώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vaincre, battre, échec et mat, mater, checkmate, faire échec et mat
κατανικώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
conquistare, sconfiggere, scacco matto, scacco, scaccomatto, scacco matto al, checkmate
κατανικώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
xeque-mate, checkmate, dar xeque mate, xeque mate
κατανικώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaakmat, schaakmat te zetten, checkmate, schaakmat zetten, mat te zetten
κατανικώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
победить, превозмогать, побеждать, превозмочь, преодолеть, перебороть, покорять, преодолевать, подавлять, мат, поставить мат, поражение, шах и мат, нанести поражение
κατανικώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
beseire, sjakkmatt, sjakk matt, matte, konge sjakkmatt
κατανικώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
schackmatt, schack matt, göra schackmatt, schackmatta, i schack matt
κατανικώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kukistaa, päihittää, matti, shakkimatti, matin, checkmate, vastapuolesi shakkimatilla
κατανικώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
overvinde, skakmat, checkmate
κατανικώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přemoci, zvítězit, porazit, mat, dát mat, šachmat, šachmatu, matu
κατανικώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwyciężyć, zwyciężać, mat, checkmate, zaszachowanie, szachować, szachowania
κατανικώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sakk és matt, mattot
κατανικώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenmek, mat, şah mat, yenilgi, Checkmate'e
κατανικώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мат, матюки
κατανικώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
goditje, mat, bëj mat, dështim i plotë
κατανικώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шах и мат, матира, матиране, матират, мат
κατανικώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мат, мацюк, мацюкі
κατανικώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
võitma, matistama, checkmate, matistada, matti, matistamine
κατανικώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mat, matirati, šah mat
κατανικώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Checkmate
κατανικώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nugalėti, matas, Udaremniać, Szachować, Sutrinka planai, Tepti visiškas pralaimėjimas
κατανικώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pārspēt, uzvarēt, iekarot, pilnīga sakāve, sakāve, pilnīgi sagraut, šahs un mats, pieteikt matu
κατανικώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мат, Checkmate
κατανικώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șah-mat, mat, șah mat, checkmate
κατανικώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potlačit, porazit, Šah mat, matirati
κατανικώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
premočí, mat
Τυχαίες λέξεις