Λέξη: υποθάλπω
Σχετικές λέξεις: υποθάλπω
υποθάλπω αντωνυμο, υποθάλπω ετυμολογια, υποθάλπω αγγλικα, υποθάλπω σημασια, υποθάλπω συνωνυμο, υποθάλπω τι σημαίνει, υποθάλπω λεξικο, υποθάλπω ορισμος, υποθάλπω κλιση
Συνώνυμα: υποθάλπω
υποκαίω, υποδαυλίζω, ευχαριστώ τας ευτελείς ορμάς, ρουφιανεύω, μαυλίζω, προστατεύω, προφυλάσσω
Μεταφράσεις: υποθάλπω
υποθάλπω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
simmer, foment, pander
υποθάλπω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hervir, fomentar, fomentar la, fomentar el, fomento, de fomentar
υποθάλπω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schüren, zu schüren, anfachen, anzufachen, foment
υποθάλπω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
frémir, bouillir, mijoter, fomenter, fomenter des, fomenter la, de fomenter, attiser
υποθάλπω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bollore, fomentare, fomentare la, fomentare il, fomentare le
υποθάλπω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fomentar, fomentar a, fomento, fomentar o, fomentam
υποθάλπω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pruttelen, aanhitsen, wakkeren, foment, te wakkeren, te zaaien
υποθάλπω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кипеть, закипать, закипеть, кипятить, булькать, закипание, разжигать, разжечь, разжигания, разжигание, разжигают
υποθάλπω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
putre, foment, hisse, å foment
υποθάλπω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blåsa, foment, underblåsa, underblåser, att underblåsa
υποθάλπω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poreilla, lietsoa, lietsovat, lietsomaan, lietsoo, kiihdyttävät
υποθάλπω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anstifte, fremkalde, opildner, at anstifte, opildner til
υποθάλπω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vřít, podněcovat, rozdmýchat, zostřuje, rozdmýchání, rozpoutat
υποθάλπω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dusić, gotowanie, duszenie, gromadzenie, podniecenie, podniecać, podżegać, nagrzać, podsyca, wzniecić
υποθάλπω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
melegít, elősegít, borogat, szítsanak, szítani
υποθάλπω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kışkırtmak, kışkırtmaya, körüklemek, tetikliyor, kışkırtacaktır
υποθάλπω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
закипіти, булькати, закипання, закип'ятити, розпалювати, розпалюватиме
υποθάλπω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nxis, nxitjen e, të ndezë, ndezë, të nxis
υποθάλπω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
защипания, подклаждам, разпалване, подбуди, подклажда, подбуждат
υποθάλπω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
распальваць, распаляць, раскладаць, час раскладаць
υποθάλπω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hautama, õhutab, arendada rahumeelsust, Lietsoa
υποθάλπω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ključati, podsicati, poticati, nadahnuti, gajiti, potaknuti
υποθάλπω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
foment
υποθάλπω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kurstyti, aštrina, Podniecać, kursto, dėti karštus kompresus
υποθάλπω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sautēt, uzkurināt, pielikt, nekur apsūdzēt
υποθάλπω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поттикнат, поттикнал, предизвикување, поттикне, да поттикнат
υποθάλπω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
obloji, instiga, instige, instige la, instiga la
υποθάλπω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
podpihuje, podpihovati, razvijanje miroljubnega, bolj podpihuje
υποθάλπω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podnecovať, podporovať, stimulovať, podporiť, podnietiť
Τυχαίες λέξεις