Wyjawić στα ελληνικά
Μετάφραση: wyjawić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χύνω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
Μεταφράσεις
- demo στα ελληνικά - διαδήλωση, επίδειξης, δοκιμαστική, επίδειξη
- dobrowolny στα ελληνικά - εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
- ganienie στα ελληνικά - επίπληξη, έλεγχον, μομφή, επίκριση, επιτίμηση
- indagować στα ελληνικά - ανακρίνω, ανακρίνουν, ανακρίνει, να ανακρίνουν, ανάκριση, ανακρίνουν τους
Τυχαίες λέξεις
Wyjawić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χύνω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει
Μεταφράσεις: χύνω, αποκαλύπτω, διαφαίνομαι, αποκαλύψει, αποκαλύπτουν, αποκαλύψουν, αποκαλύψετε, αποκαλύπτει