Λέξη: σαρκασμός
Σχετικές λέξεις: σαρκασμός
σαρκασμός αποφθέγματα, σαρκασμός λεξικό, σαρκασμόσ wiki, σαρκασμός συνώνυμα, σαρκασμός ειρωνεία, σαρκασμός ορισμός
Συνώνυμα: σαρκασμός
πείραγμα, σκώμμα, ευφυολογία
Μεταφράσεις: σαρκασμός
σαρκασμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dig, sarcasm, quip, sarcastic, sarcastic comments, that sarcasm
σαρκασμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cavar, empujón, pedrada, sarcasmo, el sarcasmo, sarcasmos, del sarcasmo, de sarcasmo
σαρκασμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anspielung, zotte, begreifen, spitze, arbeiten, Sarkasmus, Spott, sarcasm, sarkastisch
σαρκασμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fouir, fouiller, foncer, creuser, excaver, fouilles, piocher, enfoncer, déterrer, labourer, creusons, creusez, bêcher, travailler, comprendre, enfouir, sarcasme, sarcasmes, le sarcasme, ironie, sarcastique
σαρκασμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sarcasmo, il sarcasmo, sarcasm, sarcasmi, di sarcasmo
σαρκασμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
revolver, escavação, cavar, dificuldade, lidar, sarcasmo, o sarcasmo, sarcasm
σαρκασμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opgraven, rooien, arbeiden, sarcasme, sarcastisch
σαρκασμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грядка, копаться, берлога, находить, окапывать, прорывать, докапываться, проковырять, копать, выкапывать, изыскивать, прокопать, рыть, окапываться, подрывать, откопать, сарказм, сарказма, сарказмом, язвительность
σαρκασμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
grave, sarkasme, sarcasm, sarkasmen
σαρκασμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gräva, sarkasm, sarcasm, sarcasmen
σαρκασμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivertaa, kaivaminen, paukku, käsittää, puurtaa, sarkasmi, sarkasmia, sarkasmin, sarcasm, iva
σαρκασμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
grave, sarkasme, sarkastisk, sarkasmen
σαρκασμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rýpat, kopat, ponořit, hloubit, prokopat, rýt, zahrabat, šťárat, vyrýt, vykopat, zrýt, dřít, sarkasmus, sarkasmu, sarkasmem, jízlivost
σαρκασμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przytyk, wykopać, kopać, szpilka, szturchaniec, wkopywać, zagłębić, dójka, zakopać, roztwarzać, głębić, wciskać, wygrzebywać, sarkazm, sarkazmu, sarkazmem, sarcasm
σαρκασμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bökés, biflázó, szénbányász, kubikos, gúny, szarkazmus, szarkazmussal, gúnnyal, szarkazmust
σαρκασμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istihza, sarcasm, küçümseme, iğnelemek, iğneleme
σαρκασμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
копати, рити, удар, викопати, сарказм
σαρκασμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gërmoj, sarkazëm, sarkazem
σαρκασμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сарказъм, сарказма, саркастично, сарказмът
σαρκασμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
працаваць, сарказм
σαρκασμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaevama, müksama, väljakaevamiskoht, sarkasm, sarkasmi, sarcasm, Ivallisesti
σαρκασμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kopati, sarkazam, sarkazma, zajedanje, sarkazam u glasu
σαρκασμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
grafa, kaldhæðni, háði, sem háði
σαρκασμός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cavo
σαρκασμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kasti, rausti, sarkazmas, sarkazmo, sarkazmu, sarcasm
σαρκασμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aptvert, saprast, sarkasms, sarcasm
σαρκασμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сарказам, сарказмот, сарказам на, саркастичност
σαρκασμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezgropa, sarcasm, sarcasmul, sarcasmului, de sarcasm, sarcastic
σαρκασμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kopat, kopati, sarcasm, sarkazem, sarkazma, Zajedanje
σαρκασμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sarkazmus, sarkazmu
Τυχαίες λέξεις