Wykorzystywać στα ελληνικά

Μετάφραση: wykorzystywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκτείνομαι, λοιδορία, τεντώνομαι, τεντώνω, χρησιμοποιώ, κατάχρηση, καταχρώμαι, τεζάρω, εξασκώ, βρίζω, χρήση, ασκώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Wykorzystywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • astrobiologia στα ελληνικά - αστροβιολογία, Αστροβιολογίας, την αστροβιολογία, Astrobiology, Αστροβιολογίας της
  • cedrat στα ελληνικά - κίτρο, Citron, κίτρου, κίτρων, κιτριάς
  • elektroencefalograficzny στα ελληνικά - Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτροεγκεφαλογραφική, ηλεκτροεγκεφαλογραφικού, ηλεκτροεγκεφαλογραφικής, ηλεκτροεγκεφαλικές
  • faryzeuszowski στα ελληνικά - pharisaical
Τυχαίες λέξεις
Wykorzystywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκτείνομαι, λοιδορία, τεντώνομαι, τεντώνω, χρησιμοποιώ, κατάχρηση, καταχρώμαι, τεζάρω, εξασκώ, βρίζω, χρήση, ασκώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση