Wyprzedzać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyprzedzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προλαμβάνω, προηγούμαι, προσπερνώ, ξεπερνώ, προκαταλαμβάνω, προσπεράσει, προσπεράσεις, προσπέραση, ξεπεράσει, ξεπεράσει την
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adnotacja στα ελληνικά - επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, σχολιασμός, υποσημείωση, σχόλιο, σχολιασμό, σχολιασμού, ...
- cymen στα ελληνικά - κυμολίου, κυμόλιο, κυμενο, κυμενίου, κουμόλιο
- gryzmoła στα ελληνικά - scrawls
- hodometr στα ελληνικά - οδόμετρο, οδομετρητή, Χιλιομετρητής, οδομέτρων, το οδόμετρο
Τυχαίες λέξεις
Wyprzedzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, προηγούμαι, προσπερνώ, ξεπερνώ, προκαταλαμβάνω, προσπεράσει, προσπεράσεις, προσπέραση, ξεπεράσει, ξεπεράσει την
Μεταφράσεις: προλαμβάνω, προηγούμαι, προσπερνώ, ξεπερνώ, προκαταλαμβάνω, προσπεράσει, προσπεράσεις, προσπέραση, ξεπεράσει, ξεπεράσει την