Λέξη: σφραγίδα

Σχετικές λέξεις: σφραγίδα

σφραγίδα αυτοκατασκευαζόμενη, σφραγίδα μηχανικού τεε, σφραγίδα για πρόσφορο, σφραγίδα αγγλικά, σφραγίδα μηχανικού, σφραγίδα χάγης θεσσαλονίκη, σφραγίδα πρόσφορου, σφραγίδα apostille, σφραγίδα δικηγόρου, σφραγίδα ατομικής επιχείρησης, σφραγίδα χάγης, σφραγίδα της χάγης

Συνώνυμα: σφραγίδα

καλούπι, κύβος, ζάρι, φώκια, φώκη, γραμματόσημο, ένσημο, στάμπα, τύπος, χαρτόσημο

Μεταφράσεις: σφραγίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
brand, stamp, seal, stamped, mark, stamp of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
marca, señalar, cuño, sello, estampilla, sello de, matasellos
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
brandmal, brandzeichen, marke, schutzmarke, ausführung, markenzeichen, schwert, Stempel, Briefmarke, Tempel, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
façon, tison, type, repère, sorte, marquer, estampille, épée, stigmate, espèce, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bollare, marchio, francobollo, timbro, bollo, provvisorie, stamp
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
selo, carimbo, stamp, carimbo de, de selo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwaard, degen, brandmerk, postzegel, stamp, stempel, zegel
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
факел, головешка, головня, сорт, меч, качество, тавро, таврить, клеймить, марка, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
merke, brennemerke, frimerke, stempel, stempelet
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
märke, brännmärka, frimärke, stämpel, stämpeln
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laji, kekäle, tyyppi, leima, miekka, laatu, leiman, leimalla, stamp
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mærke, frimærke, stempel, stemplet, frimærket
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
označkovat, cejchovat, značka, značkovat, znamení, oharek, cejch, označit, druh, razítko, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gatunek, zwarzenie, wypalać, żagiew, ożóg, piętnować, rodzaj, niedopałek, wryć, głownia, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üszök, kard, bélyeg, pecsét, bélyegző, bélyegzője, bélyegzővel
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
marka, kılıç, damga, damgası, pul, pulu, stamp
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
клеймо, факел, клеймити, меч, ґатунок, смолоскип, друк, печатку, принт версiя, печатка, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pullë, vulë, vula, vulën, vulën e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
меч, клеймо, печат, щемпел, марка, гербов
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
друк, друку, пячатку, пячатка
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tukk, põletusmärk, tootemark, tempel, templi, templiga, templit
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
marka, znak, žig, vrsta, žigosati, pečat, Stamp, markica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stimpill, frímerki, stimpil, stapp, stimpill ll
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalavijas, kardas, modelis, špaga, fasonas, antspaudas, spaudas, žyminis, antspaudą, antspaudo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fasons, zobens, modelis, šķirne, zīmogs, zīmogu, spiedogs, zīmogam, spiedogu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
печат, печатот, штембил, марка, печатење
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spadă, marcă, ștampila, timbru, ștampilă, de timbru, stampila
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
označit, žig, stamp, pečat, žiga, znamka
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pečiatka, pečiatku, pečiatky, odtlačok pečiatky, razítko

Στατιστικά δημοτικότητας: σφραγίδα

Τυχαίες λέξεις