Wyrównywać στα ελληνικά
Μετάφραση: wyrównywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευθυγραμμίζω, λείος, εξιλεώνομαι, ισιώνω, ακόμα, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, ισοπεδώνω, εξισώνω, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aglutynacyjny στα ελληνικά - συγκολλητικός, συγκολλητική, συγκολλητικές, συγκολλητικής, τις συγκολλητικής
- aktywny στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
- alibi στα ελληνικά - άλλοθι, το άλλοθι, δικαιολογία, άλλοθι για
- ciastowy στα ελληνικά - ζυμαρώδης, ζυμώδους, ζυμωδών, doughy, ζύμης
Τυχαίες λέξεις
Wyrównywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω, λείος, εξιλεώνομαι, ισιώνω, ακόμα, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, ισοπεδώνω, εξισώνω, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και
Μεταφράσεις: ευθυγραμμίζω, λείος, εξιλεώνομαι, ισιώνω, ακόμα, αντισταθμίζω, αναπληρώνω, ισοπεδώνω, εξισώνω, ίσος, ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα και