Ανυψώνω στα αγγλικά
Μετάφραση: ανυψώνω, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
elevate, lift, raise, erect, I lift
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ανυψώνω
lift
- ανυψώνω
- ανυψώ
- σηκώνω
- στήνω
- αναγείρω
- ιδρύω
- ανυψώνω
- ανυψώνω
- υψώνω
- υψώ
- εγείρω
- σηκώνω
- αίρω
- ανυψώ
- εξυψώ
- ανυψώνω
Σχετικές λέξεις: ανυψώνω
ανυψώνω λεξικό γλώσσας αγγλικά, ανυψώνω στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ανυπόμονος στα αγγλικά - restless, impatient, anxious, agog, eager
- ανυπόφορος στα αγγλικά - intolerable, unbearable, insufferable, excruciating, insupportable
- ανωμαλία στα αγγλικά - irregularity, anomaly, abnormality, unevenness, disorder
- ανωριμότητα στα αγγλικά - immaturity, immature, immaturity of
Τυχαίες λέξεις
Ανυψώνω στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: elevate, lift, raise, erect, I lift
Μεταφράσεις: elevate, lift, raise, erect, I lift