Zainkasować στα ελληνικά

Μετάφραση: zainkasować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή
Zainkasować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • audiometryczny στα ελληνικά - ακουομετρική, ακουομετρικής, ακουομετρικές, ακουομετρικών, ακοομετρική
  • daremny στα ελληνικά - αργόσχολος, τεμπέλης, άνεργος, αδρανής, μάταιος, μάταιη, μάταιο, ...
  • demontaż στα ελληνικά - διάλυση, αποσυναρμολόγηση, αποξήλωση, αποσυναρμολόγησης, τη διάλυση
  • ekstensywny στα ελληνικά - εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Τυχαίες λέξεις
Zainkasować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετρητά, χρήματα, εξαργυρώνω, συλλογή, συλλέγουν, συλλέγει, συλλέξει, τη συλλογή