Zasłużyć στα ελληνικά

Μετάφραση: zasłużyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κερδίζω, αξία, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει
Zasłużyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • burzyć στα ελληνικά - ξεχύνομαι, αναμαλλιάζω, ισοπεδώνω, κύμα, τρικυμία, καταστρέφω, κατεδαφίζω, ...
  • doktrynalny στα ελληνικά - δογματικός, δογματική, δογματικά, δογματικές, δογματικών
  • domowy στα ελληνικά - οικιακός, σπίτι, κατοικίδιος, ειρηνικός, σπιτικό, εσωτερικός, οικογένεια, ...
  • giętarka στα ελληνικά - κλίνων, Bender, εργαλείο κάμψης, κουρμπαδόρο, ο Bender
Τυχαίες λέξεις
Zasłużyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κερδίζω, αξία, κερδίσουν, κερδίζουν, κερδίσετε, κερδίσει