Λέξη: σπιθαμή

Σχετικές λέξεις: σπιθαμή

μια σπιθαμή, σπιθαμή μονάδα μέτρησησ, σπιθαμή προς σπιθαμή, σπιθαμή ή σπιθαμή, σπιθαμή λεξικό

Συνώνυμα: σπιθαμή

πιθαμή, καμάρα, μεταξύ δύο στηριγμάτων έκταση, διαστήλιο, ζεύγος

Μεταφράσεις: σπιθαμή

σπιθαμή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
span, inch, inch of, by inch, inch by

σπιθαμή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
palmo, lapso, duración, lapso de, espacio

σπιθαμή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spanne, paar, drehen, bereich, brücke, Spannweite, Spanne, Zeitraum, Span

σπιθαμή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
enserrer, volume, pont, paire, enlacer, envergure, étendre, couvrir, enjamber, dilater, distendre, embrasser, empan, arche, accoler, portée, espace, durée

σπιθαμή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spanna, campata, intervallo, durata, periodo

σπιθαμή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pontes, par, casal, ponte, espanha, vão, parelha, palmo, extensão, intervalo, período de

σπιθαμή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stelletje, stel, duo, span, brug, paar, tweetal, koppel, overspanning, spanwijdte, bereik, verbruikt

σπιθαμή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
промежуток, пролет, диапазон, штаг-корнак, пара, миг, интервал, пядь, мост, продолжительность, чистоте

σπιθαμή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spann, span, spenn, tidsrom, spennet

σπιθαμή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
span, spännvidd, spann, spänn

σπιθαμή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pari, vaaksa, silta, jänneväli, span, vertailukaasun, vertailukaasu, vertailukaasua

σπιθαμή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
span, spændvidde, spænd, tidsrum, spænder

σπιθαμή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozsah, obsáhnout, překlenout, obepnout, oblouk, obejmout, píď, roztahovat, rozpětí, span, Délka, interval

σπιθαμή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przęsło, rozpiętość, długość, zakres, zasięg, piędź, rozstaw, okres, przedział, rozpiętości

σπιθαμή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szárnytávolság, ívnyílás, arasz, fesztáv, span, kalibráló, fesztávú, skáláján

σπιθαμή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
köprü, karış, yayılma, açıklıklı, açıklık, aralığı

σπιθαμή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перекривати, п'ядь, простиратися, охоплювати, проліт, прогін

σπιθαμή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ura, hapësirë, pëllëmbë, Span, hapësirë të, shtrirja

σπιθαμή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
миг, мост, педя, участъка, продължителност, на участъка, участък

σπιθαμή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мост, пралёт

σπιθαμή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahe, span, võrdlusgaasi, ajavahemiku, võrdlusgaas

σπιθαμή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispružiti, raspona, opseg, trenutak, luka, svod, raspon, pedalj, span, vijek

σπιθαμή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
span, haf

σπιθαμή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tiltas, trukmė, tarpas, span, patikros, apimtis

σπιθαμή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tilts, sprīdis, span, standarta, standartgāzi, kalibrēšanas

σπιθαμή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
век, span, распон на, распон, временски

σπιθαμή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pereche, deschidere, durata, interval, durata de, de control

σπιθαμή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
span, razpon, doba, kalibrirni, kalibrirnega

σπιθαμή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozpätie, rozpätia, rozpätí, rozpätie Výrobca, marže
Τυχαίες λέξεις