Zbudować στα ελληνικά
Μετάφραση: zbudować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, κορμοστασιά, χτίζω, ορθώνω, κατασκευάζω, ανεγείρω, οικοδομώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- batymetria στα ελληνικά - βυθομετρίας, βαθυμετρίας, βαθυμετρία, τη βαθυμετρία, η βαθυμετρία
- drukarka στα ελληνικά - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, του εκτυπωτή, τον εκτυπωτή, εκτυπωτών
- elita στα ελληνικά - ελίτ, λουλούδι, αφρόκρεμα, εκλεκτοί, elite, ελίτ των
- eskapada στα ελληνικά - δραπέτευση, παρεκτροπή, escapade, περιμένοντας, απόδραση
Τυχαίες λέξεις
Zbudować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, κορμοστασιά, χτίζω, ορθώνω, κατασκευάζω, ανεγείρω, οικοδομώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει
Μεταφράσεις: ανάστημα, μπόι, αναστηλώνω, κορμοστασιά, χτίζω, ορθώνω, κατασκευάζω, ανεγείρω, οικοδομώ, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, χτίσει, οικοδομήσει