Λέξη: μήτρα

Σχετικές λέξεις: μήτρα

μήτρα στην εγκυμοσύνη, μήτρα του ansoff, μήτρα σε σχήμα καρδιάς, μήτρα ανατομία, μήτρα υπολογισμένων επιπτώσεων, μήτρα νυχιού, μήτρα bcg, μήτρα προς τα πίσω, μήτρα στα αγγλικά, μήτρα με κλίση προς τα πίσω

Συνώνυμα: μήτρα

εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, καλούπι, πρόσωπα δράματος, κοιλιά, εκφράζων

Μεταφράσεις: μήτρα

μήτρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
uterus, womb, matrix, die, mold

μήτρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
matriz, seno, madre, útero, matriz de, la matriz, de matriz, matricial

μήτρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mutterleib, uterus, gebärmutter, schoß, Matrix

μήτρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
matrice, entrailles, utérus, giron, sein, la matrice, matrice de, matricielle, matriciel

μήτρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
utero, matrice, matrice di, a matrice, matrici, matrix

μήτρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
útero, matriz, matriz de, de matriz, da matriz, matricial

μήτρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baarmoeder, matrix, matrijs, matrixmateriaal

μήτρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
матка, матрица, матрицы, матрицу, матричный, матрицей

μήτρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skjød, livmor, matrise, matrix, matrisen

μήτρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
livmoder, matris, matrisen

μήτρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synnyinsija, kohtu, syntypaikka, syntymäpaikka, matriisi, matriisin, matriisiin, matriisissa, matriksin

μήτρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
livmoder, matrix, matrixen, matricen, matrice

μήτρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lůno, uterus, děloha, matice, matrice, matrix, matrici, matricí

μήτρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łono, macica, żywot, matryca, macierz, matrycy, macierzy, matrix

μήτρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mátrix, mátrixot, mátrixban, mátrixba, matrix

μήτρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
rahim, matris, Matrix, matrisi, matriks, vuruşlu

μήτρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
матка, жіночний, матриця, матрица, таблиця

μήτρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
bark, matricë, matricës, Matrica, matrix, Matrica e

μήτρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
матка, матрица, матричен, матрицата, матрикс

μήτρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
матрыца, матрыцы

μήτρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üsk, emakas, maatriks, maatriksi, maatriksis, maatriksit, põhiaine

μήτρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
maternica, uterusa, materica, matrica, matrice, matriks, matricu, matrični

μήτρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fylki, Matrix, fylkið, Mót, grunnefni

μήτρα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
uterus

μήτρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gimda, matrica, matricos, matricoje, matricą, rišikliu

μήτρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dzemde, matrica, matrice, matricas, matricu, matrices

μήτρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
матрица, матрицата, матрикс, матрица на, матриксот

μήτρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
uter, matrice, matricei, matricea, matrice de, cu matrice

μήτρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
matrix, matrica, matrika, matriko, matrico

μήτρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
matice, matica

Στατιστικά δημοτικότητας: μήτρα

Τυχαίες λέξεις