Zdobywać στα ελληνικά
Μετάφραση: zdobywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατορθώνω, κερδίζω, εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, νικώ, κατακτώ, επιτυγχάνω, αποκτώ, απολαβή, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apokalipsa στα ελληνικά - αποκάλυψη, Αποκάλυψης, Apocalypse, Αποκαλύψεως, την αποκάλυψη
- fakir στα ελληνικά - φακίρης, φακίρη, του φακίρη
- inklinacja στα ελληνικά - τάση, ροπή, κλίση, κλίσης, κλίσεως, την κλίση
Τυχαίες λέξεις
Zdobywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατορθώνω, κερδίζω, εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, νικώ, κατακτώ, επιτυγχάνω, αποκτώ, απολαβή, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του
Μεταφράσεις: κατορθώνω, κερδίζω, εικοσαριά, σκοράρω, σκορ, νικώ, κατακτώ, επιτυγχάνω, αποκτώ, απολαβή, κέρδος, αύξηση, κέρδους, όφελος, αύξηση του