Λέξη: πνεύμα
Σχετικές λέξεις: πνεύμα
πνεύμα αντιλογίας, πνεύμα πύθωνος, πνεύμα αργίας, πνεύμα ονειροκρίτης, πνεύμα αργίας περιεργείας, πνεύμα ομαδικότητας, πνεύμα και ηθική, πνεύμα αντιλογίας σημασία, πνεύμα της βαϊμάρης, πνεύμα αργολογίας
Συνώνυμα: πνεύμα
αντίληψη, ευφυία, ευφυολόγος, νους, φάντασμα, στοιχείο, χιούμορ, διάθεση, ευθυμία, ζωή, ψυχή, φρόνημα, ενεργητικότητα
Μεταφράσεις: πνεύμα
πνεύμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
spirit, wit, spirit of, the spirit, a spirit
πνεύμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espíritu, sal, donaire, coraje, genio, ingenio, alma, ánimo, alcohol, el espíritu, espíritu de, alcohol de
πνεύμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gemüt, lebendigkeit, lebhaftigkeit, spiritus, witz, verstand, geist, seele, gespenst, Geist, Geistes, Geiste, Sinne
πνεύμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alcool, génie, caractère, fougue, animation, intelligence, spiritueux, assiette, ambiance, âme, fantôme, courage, saillie, esprit, vivacité, humeur, l'esprit, esprit de
πνεύμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spirito, anima, mente, fantasma, lo spirito, spirito di, dello spirito
πνεύμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
querer, desejo, sagacidade, espiral, espírito, alma, anseio, desejar, espírito da, espírito de, o espírito, espiritual
πνεύμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spriet, verstand, boegspriet, geest, de geest, geest van, de geest van, gedistilleerde
πνεύμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
соображение, мужество, спирт, дух, остроумие, душа, ум, настроение, натура, ангел, тенденция, похитить, алкоголь, огонек, рассудок, комик, духа, духом, духе
πνεύμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spøkelse, vidd, ånd, spirit, ånden, Ånds, Åndens
πνεύμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ande, vett, själ, anda, andan, anden
πνεύμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
elo, elävyys, tarkoitus, eloisuus, äly, älykäs, mieliala, henki, aave, veitikka, väkijuomat, pirteys, meininki, hengessä, hengen, spirit, henkeä
πνεύμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ånd, ånden, Aand, alkohol
πνεύμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inteligence, důvtip, mysl, živost, nálada, alkohol, odvaha, duchaplnost, vtipnost, vtip, strašidlo, líh, duch, přízrak, ducha, spirit, duše
πνεύμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozum, umysł, męstwo, charakter, dowcipniś, animusz, dowcip, alkohol, spirytus, nastrój, inteligencja, duch, dusza, istota, ducha, duchem
πνεύμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szesz, eszesség, intelligencia, szellemesség, szellem, szellemében, lélek, szellemét, szelleme
πνεύμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ruh, ruhu, spirit, ruhunu, ruhunun
πνεύμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спирт, задумливо, ангел, настрій, дух, подих
πνεύμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
frymë, shpirt, fryma, shpirti, frymën
πνεύμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ум, дух, духа, спиртна, духът
πνεύμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дух
πνεύμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
piiritus, vaim, rippuba, vaimus, vaimu, vaimuga, mõttega
πνεύμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
duša, dosjetka, tajanstven, talent, razum, pamet, duhovnom, dovitljivost, duhovitost, duh, Duha, Spirit, duhu, duhom
πνεύμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
andi, anda, Spirit, andinn
πνεύμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
animus, sal
πνεύμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dvasia, spiritinis, dvasią, dvasios
πνεύμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gars, garu, spirts, alkoholisks, stiprais alkoholiskais
πνεύμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
духот, дух
πνεύμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spirit, duh, spirt, spiritul, spiritului, duhul
πνεύμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vzdušje, duh, duha, žganje, žgana
πνεύμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
duša, vtip, duch, ducha
Στατιστικά δημοτικότητας: πνεύμα
Τυχαίες λέξεις