Λέξη: ορθογώνιο

Σχετικές λέξεις: ορθογώνιο

ορθογώνιο τρίγωνο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο εμβαδόν, ορθογώνιο τρίγωνο υπολογισμόσ γωνίασ, ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο όγκος, ορθογώνιο συμπλήρωμα, ορθογώνιο τρίγωνο εμβαδόν, ορθογωνιο παραλληλόγραμμο, ορθογώνιο τραπέζιο, ορθογώνιο ισοσκελές τρίγωνο

Μεταφράσεις: ορθογώνιο

ορθογώνιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
rectangle, rectangular, orthogonal, a rectangle, a rectangular

ορθογώνιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
rectangular, rectangulares, rectangular de

ορθογώνιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechteck, rechteckig, rechteckigen, rechteckige, Rechteck

ορθογώνιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
rectangle, rectangulaire, rectangulaires, forme rectangulaire

ορθογώνιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rettangolo, rettangolare, rettangolari, forma rettangolare, rettangolare di

ορθογώνιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
retangular, rectangular, retangulares, rectangulares

ορθογώνιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rechthoekig, rechthoekige, rechthoek

ορθογώνιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прямоугольник, прямоугольный, прямоугольной, прямоугольная, прямоугольные, прямоугольную

ορθογώνιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rektangulær, rektangulære, rektangulært, firkantet

ορθογώνιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rektangulär, rektangulärt, rektangulära

ορθογώνιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suorakulmio, ruutu, suorakaide, suorakulmainen, suorakaiteen, suorakulmaisen, suorakaiteen muotoinen, suorakulmaisia

ορθογώνιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rektangel, rektangulære, rektangulær, rektangulært, firkantet, rectangular

ορθογώνιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pravoúhelník, obdélník, obdélníkový, obdélníkové, pravoúhlý, obdélníková, obdélníkového

ορθογώνιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
prostokąt, prostokątny, prostokątne, prostokątna, prostokątnym, prostokątnej

ορθογώνιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
négyszögletes, téglalap alakú, téglalap, szögletes, derékszögű

ορθογώνιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dikdörtgen biçiminde, dikdörtgen, dikdörtgen bir, dörtgen

ορθογώνιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ректально, прямокутний, прямокутна

ορθογώνιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
drejtkëndor, drejtkëndëshe, drejtkëndore, drejtkëndësh, drejtkendore

ορθογώνιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
правоъгълник, правоъгълен, правоъгълна, правоъгълно, правоъгълни, правоъгълна форма

ορθογώνιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прастакутны, прамавугольны, прастакутная, прамакутны

ορθογώνιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ristkülik, ristkülikukujuline, ristkülikukujulise, nelinurkne, ristkülikukujuliste, ristkülikukujulisteks

ορθογώνιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pravokutnik, pravokutan, pravokutni, pravokutnog, pravokutna, pravokutne

ορθογώνιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ferhyrnt, rétthyrnd, rétthyrndum, rétthyrndur, rétthyrnt

ορθογώνιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stačiakampio formos, stačiakampis, stačiakampio, stačiakampė, stačiakampiai

ορθογώνιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
taisnstūra, taisnstūrveida, taisnstūra formas, taisnstūra formā, taisnstūris

ορθογώνιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
правоаголни, правоаголна, правоаголен, правоаголно, правоаголник

ορθογώνιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dreptunghi, dreptunghiular, dreptunghiulară, rectangulară, dreptunghiulare, rectangular

ορθογώνιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pravokotne, pravokotni, pravokotne oblike, pravokotna, pravokoten

ορθογώνιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obdĺžnikový, pravouhlého, pravouhlý, obdĺžníkový, obdélníkový
Τυχαίες λέξεις