Zgrywać στα ελληνικά

Μετάφραση: zgrywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκίζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip
Zgrywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bitumin στα ελληνικά - πίσσα, ασφάλτου, άσφαλτος, άσφαλτο, βιτουμένιο
  • deskrypcja στα ελληνικά - περιγραφή, σαφής, οριστική, σαφή, καθορισμένη, καθορισμένο
  • dżokej στα ελληνικά - τζόκεϊ, αναβάτης, Jockey, το Jockey, του Jockey
  • izolacja στα ελληνικά - καθυστέρηση, αποκόλληση, απομόνωση, σηκός, μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Zgrywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκίζω, ξήλωμα, ξεσκίζω, ΠΕΕ, rip