Λέξη: αδίκημα

Σχετικές λέξεις: αδίκημα

αδίκημα της στάσης, αδίκημα της άμεσης συνέργειας σε ψευδή αναφορά στην αρχή, αδίκημα εξύβρισης, αδίκημα φοροδιαφυγής, αδίκημα τησ άγρασ πελατών, αδίκημα ακάλυπτης επιταγής, αδίκημα απάτης, αδίκημα πλαστογραφίας, αδίκημα απιστίας, αδίκημα τησ απείθειασ

Συνώνυμα: αδίκημα

ζημιά, κακό, λανθασμένος, άδικο, κακή πράξη, παράβαση, παράπτωμα, παράνομη πράξη, κατάχρηση, αμέλεια γιατρού

Μεταφράσεις: αδίκημα

αδίκημα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
offence, offense, an offense, crime, offense is, offenses

αδίκημα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fechoría, injuria, provocación, delito, ofensa, infracción, ofensiva, delitos

αδίκημα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vergehen, angriff, beleidigung, verstoß, Vergehen, Beleidigung, Verstoß, Anstoß, Offensive

αδίκημα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infraction, affront, incartade, faute, délit, transgression, algarade, manquement, insulte, agression, attaque, outrage, offensive, injure, offense, acte, infractions

αδίκημα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
reato, affronto, infrazione, offesa, reati, delitto

αδίκημα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ofensa, delito, crime, infracção, infracções

αδίκημα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
overtreding, vergrijp, aanstoot, belediging, ergernis

αδίκημα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грех, возбуждение, нарушение, вина, правонарушение, оскорбление, наступление, преступление, расстройство, провинность, обида, проступок, преступлением

αδίκημα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krenkelser, lovbruddet, forseelse, lovbrudd, handling

αδίκημα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anstöt, brott, brottet, brott som, överträdelsen, förseelse

αδίκημα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rike, rötös, herja, loukkaus, rikkomus, hyökkäys, rikos, rikoksen, rikoksesta, Hyökkäyksen

αδίκημα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbrydelse, lovovertrædelse, overtrædelsen, lovovertrædelsen, strafbar handling

αδίκημα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
provinění, přečin, urážka, delikt, prohřešek, přestupek, zločin, útok, poklesek, trestný čin, porušení předpisů, trestným činem

αδίκημα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zaczepka, przestępstwo, ofensywa, przewinienie, występek, przekroczenie, obraza, wykroczenie, uchybienie, przestępstwa

αδίκημα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támadás, sértés, bűncselekmény, bűncselekményt, bűncselekménynek

αδίκημα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suç, Hücum, suçun, suçtur, suçu

αδίκημα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
образа, наступ, ображання, злочинство, злочин, злочину

αδίκημα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ofendim, fyerje, shkelje, kundërvajtje, vepër

αδίκημα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
престъпление, нарушение, атака, деяние

αδίκημα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
злачынства

αδίκημα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seaduserikkumine, solvang, süütegu, kuriteo, õigusrikkumise, kuritegu, süüteo

αδίκημα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
djelo, prekršaj, uvreda, vrijeđanje, navala, napad, djelom

αδίκημα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sök, miski, brot, brotið, afbrotið, afbrot, broti

αδίκημα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
commissum

αδίκημα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusikaltimas, nusikaltimą, nusikalstama veika, nusikaltimu, veika

αδίκημα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noziegums, nodarījums, pārkāpums, nodarījumu, noziedzīgais nodarījums, noziedzīgs nodarījums

αδίκημα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
дело, прекршок, делото, кривично дело, прекршокот

αδίκημα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
delict, infracțiune, infracțiuni, infractiune, ofensiv

αδίκημα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
delikt, porušení, kaznivo dejanje, dejanje, zamere, kaznivo

αδίκημα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
urážka, porušení, delikt, priestupok, priestupku, porušenie, priestupky

Στατιστικά δημοτικότητας: αδίκημα

Τυχαίες λέξεις