Zniekształcić στα ελληνικά
Μετάφραση: zniekształcić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρεβλώνω, αμαυρώνω, ψεγάδι, βλάπτω, στίγμα, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- derogacja στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρέκκλισης, εξαίρεση, παρέκκλιση που, παρεκκλίσεως
- drop στα ελληνικά - ωτίς, αγριόγαλο, αγριόγαλος, bustard
- ganiać στα ελληνικά - τρέχω, κυνηγώ, κυνηγητό, καταδίωξη, Chase, κυνηγήσει, κυνήγι
- grzmieć στα ελληνικά - βρυχηθμός, βροντώ, μεμψιμοιρώ, δριμύτατα, βροντές, βρυχώμαι, γκρινιάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Zniekształcić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρεβλώνω, αμαυρώνω, ψεγάδι, βλάπτω, στίγμα, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον
Μεταφράσεις: στρεβλώνω, αμαυρώνω, ψεγάδι, βλάπτω, στίγμα, στρεβλώνουν, στρεβλώσει, νοθεύσει, στρεβλώσουν, νοθεύσει τον