Λέξη: σωματείο

Σχετικές λέξεις: σωματείο

σωματείο μισθωτών τεχνικών, σωματείο επιχειρηματικότητας νέων, σωματείο εργαζομένων στα κέντρα πρόληψης, σωματείο τρίαινα, σωματείο ξεναγών, σωματείο ελλήνων ηθοποιών, σωματείο υποστήριξης διεμφυλικών, σωματείο σερβιτόρων μαγείρων, σωματείο ρακοσυλλεκτών, σωματείο ιδιωτικών υπαλλήλων αθήνας

Συνώνυμα: σωματείο

εταιρεία, συντεχνία, δημοτικό συμβούλιο, νομικό πρόσωπο, σωματείο νομικώς ανεγνωρισμένο, οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση

Μεταφράσεις: σωματείο

σωματείο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guild, corporation, organization, club, association, union

σωματείο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cofradía, corporación, sociedad, empresa, compañía, corporación de

σωματείο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
club, innung, klub, zunft, gilde, Gesellschaft, Körperschaft, Korporation, Firma, Corporation

σωματείο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
confrérie, guilde, corporation, association, société, club, compagnonnage, morale, personne morale, entreprise

σωματείο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
società, corporazione, Corporation, azienda, società di

σωματείο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sociedade, comunidade, corporação, as sociedades, corporation, corporaçõ

σωματείο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenleving, sociëteit, vereniging, genootschap, club, maatschappij, gemeenschap, corporatie, Corporation, bedrijf, vennootschapsbelasting, onderneming

σωματείο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
организация, союз, общество, гильдия, цех, объединение, профсоюз, клуб, корпорация, Corporation, корпорации, акционерное общество, корпорацией

σωματείο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
laug, aksjeselskap, corporation, selskap, selskapet, konsern

σωματείο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Corporation, bolag, Abp, bolagsskatt, Korporation

σωματείο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seura, yhteiskunta, ammattikunta, kerho, kilta, klubi, yhtiö, Corporation, Corporationin, oyj

σωματείο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Corporation, selskab, selskabsskat, selskabsskatten

σωματείο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cech, bratrstvo, společnost, korporace, korporační, právnických, corporation

σωματείο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gildia, cech, bractwo, korporacja, spółka, korporacji, osób prawnych, od osób prawnych

σωματείο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
céh, vállalat, Corporation, társasági, társaságiadó, a társasági

σωματείο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kulüp, dernek, kurum, şirket, kurumlar, şirketi, kuruluştur

σωματείο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
організовування, цех, профспілку, організування, корпорація, Всесвітній

σωματείο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
korporatë, korporatë e, shoqëri, korporata, korporate

σωματείο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
клуб, корпорация, Corporation, корпоративен, корпоративния, Корпорейшън

σωματείο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
карпарацыя

σωματείο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
gild, korporatsioon, ettevõtte, ettevõte, Corporation

σωματείο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
korporacija, Corporation, korporacije, poduzeće

σωματείο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlutafélag, fyrirtæki, félag, Corporation, Félagið

σωματείο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klubas, korporacija, pelno, Corporation, korporacijos

σωματείο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
korporācija, kapitālsabiedrība, uzņēmumu ienākuma, korporācijas

σωματείο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
корпорација, корпорацијата, акционерското друштво, Corporation, компанија

σωματείο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
club, corporație, profit, pe profit, societate, corporatie

σωματείο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
od dohodkov pravnih oseb, dohodkov pravnih oseb, pravnih oseb, corporation

σωματείο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cech, spoločnosť, spoločnosti, spoločnosťou

Στατιστικά δημοτικότητας: σωματείο

Τυχαίες λέξεις