Zorientować στα ελληνικά

Μετάφραση: zorientować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ
Zorientować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anyżowy στα ελληνικά - ανισικός, ανισικής, ανισική, ανισικό, ανισικού
  • część στα ελληνικά - πρόσφορος, θραύσμα, συστατικός, μοιράζομαι, φίμωτρο, φέτα, μερίδιο, ...
  • docisk στα ελληνικά - πίεση, πίεσης, πιέσεως, πιέσεις, πίεση του
  • dwojenie στα ελληνικά - δυο, διάσπαση, διαχωρισμός, διαχωρισμό, διαίρεση, διαχωρισμού
Τυχαίες λέξεις
Zorientować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, Ανατολή, Orient, προσανατολίσουν, να προσανατολίσουν, Όριεντ