Δέσμευση στα αγγλικά

Μετάφραση: δέσμευση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
commitment, binding, undertaking, freezing, engagement
Δέσμευση στα αγγλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Συνώνυμα & Μεταφράσεις: δέσμευση

commitment
  • δέσμευση
  • υποχρέωση
  • διάπραξη
  • φυλάκιση

Σχετικές λέξεις: δέσμευση

δέσμευση κοινού τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση τραπεζικών καταθέσεων, δέσμευση τραπεζικού λογαριασμού, δέσμευση συνώνυμα, δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών, δέσμευση λεξικό γλώσσας αγγλικά, δέσμευση στα αγγλικά

Μεταφράσεις

  • δέρνω στα αγγλικά - beat, flog, spank, trounce, lambaste
  • δέσιμο στα αγγλικά - dressing, binding, tying, lacing, fastening, binder
  • δέσμη στα αγγλικά - packet, bunch, beam, bundle, package, set
  • δέσμιος στα αγγλικά - captive, prisoner, a prisoner, prisoner of, a captive
Τυχαίες λέξεις
Δέσμευση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: commitment, binding, undertaking, freezing, engagement