Zrzeszać στα ελληνικά
Μετάφραση: zrzeszać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχετίζω, συνέταιρος, συνδυάζω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Μεταφράσεις
- ablacja στα ελληνικά - εκτομή, αφαίρεση, αποκόλληση, κατάλυσης, εκτομής
- azot στα ελληνικά - άζωτο, αζώτου, του αζώτου, σε άζωτο, από άζωτο
- gospodarczy στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
Τυχαίες λέξεις
Zrzeszać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχετίζω, συνέταιρος, συνδυάζω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
Μεταφράσεις: συσχετίζω, συνέταιρος, συνδυάζω, ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν