Útero στα ελληνικά
Μετάφραση: útero, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- único στα ελληνικά - ιδιόμορφος, πέλμα, μοναδικός, απόκοσμος, μονός, αποκλειστικά, ανύπαντρος, ...
- úteis στα ελληνικά - εξυπηρετικός, χρήσιμος, Χρήσιμη, χρήσιμες, ως χρήσιμες, ήταν χρήσιμη
- útil στα ελληνικά - τιμαλφής, χρήσιμος, εξυπηρετικός, πολύτιμος, χρήσιμες, χρήσιμη, εξυπηρετικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Útero στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα
Μεταφράσεις: μήτρα, μήτρας, της μήτρας, τη μήτρα, η μήτρα