Λέξη: σωπαίνω
Σχετικές λέξεις: σωπαίνω
σωπαίνω δε μιλώ, σωπαίνω δε μιλώ - γιώργος μιχαήλ, σωπαίνω δεν μιλώ, σωπαίνω συνώνυμα
Μεταφράσεις: σωπαίνω
σωπαίνω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
silence, keep quite
σωπαίνω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
silencio, sosiego, acallar, mantener, mantenga, guardar, seguir, mantenerse
σωπαίνω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schweigen, stillen, stille, ruhe, geräuschlosigkeit, halten, zu halten, behalten, bleiben
σωπαίνω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
silence, trêve, calmer, mutisme, tranquilliser, calme, accalmie, garder, maintenir, conserver, tenir, continuer
σωπαίνω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
quiete, silenzio, calma, mantenere, tenere, conservare, continuare, mantenere il
σωπαίνω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
silêncio, signifique, manter-se completamente
σωπαίνω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stillen, kalmeren, rustigheid, bedaren, rust, kalmte, stilte, houden, blijven, houdt, houd, te houden
σωπαίνω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молчок, преодолевать, молчание, тишь, тишина, безмолвие, держать, сохранить, держите, поддерживать, хранить
σωπαίνω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stillhet, taushet, holde helt
σωπαίνω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stillhet, hålla helt
σωπαίνω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vaikeneminen, hiljentää, hiljaisuus, mykistää, vaientaa, pitää, pitämään, pidettävä, säilyttää, pidä
σωπαίνω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stilhed, ro, holde, at holde, holder, beholde, opbevare
σωπαίνω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utišit, mlčenlivost, ticho, mlčení, držet, zachovat, udržet, udržovat
σωπαίνω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uspokajać, bezgłos, cisza, zamilknięcie, uciszenie, uciszyć, milczenie, uciszać, utrzymać, zachować, utrzymywać, utrzymanie, przechowywać
σωπαίνω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hallgatás, némaság, feledés, adásszünet, titoktartás, tartani, tartsa, folyamatosan, tartja, ne
σωπαίνω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
huzur, sessizlik, tutmak, devam, tutun, tutmaya, korumak
σωπαίνω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
мовчання, бороти, переборювати, тиша, тримати, триматиме
σωπαίνω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
heshtje, qetësi, mbajtur, mbani, mbaj, të mbajtur, mbajë
σωπαίνω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тишина, държи, запази, съхранява, запазите, пазят
σωπαίνω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трымаць
σωπαίνω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaikus, hoida, säilitada, pidama, hoiab, hoidma
σωπαίνω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uljuljkati, tišina!, tišine, umiriti, šutnja, mir, zadržati, držati, čuvati, voditi, zadržite
σωπαίνω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þögn, halda, að halda, hafa, haldið, viðurværi
σωπαίνω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
silentium
σωπαίνω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tyla, ramybė, išlaikyti, laikyti, nuolat, saugoti, išsaugoti
σωπαίνω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miers, klusums, saglabāt, glabāt, turēt, paturēt, uzturēt
σωπαίνω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
молчат
σωπαίνω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
linişte, ține, păstra, menține, păstreze, păstrați
σωπαίνω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ohraniti, obdržati, vodi, voditi, da
σωπαίνω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ticho, umlčať, držať
Τυχαίες λέξεις