Acaso στα ελληνικά
Μετάφραση: acaso, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευτυχία, ταχυδρομώ, πόστο, ίσως, δοκάρι, μπορεί, ευκαιρία, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acanhar στα ελληνικά - εκφοβίζω, μελαγχολώ, κονταίνω, μικραίνω, νοτισμένος, αποστερώ, σφίγγω, ...
- acariciar στα ελληνικά - βερνίκι, θωπεύω, λουστράρω, στιλβώνω, σαλιγκάρι, λείος, λούστρο, ...
- acatar στα ελληνικά - αποδέχομαι, παραδέχομαι, δέχομαι, υπακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, ...
- acautelar στα ελληνικά - περίσκεψη, εικασία, μαντεύω, προειδοποίηση, συνιστώ, φυλάω, φρουρά, ...
Τυχαίες λέξεις
Acaso στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευτυχία, ταχυδρομώ, πόστο, ίσως, δοκάρι, μπορεί, ευκαιρία, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία
Μεταφράσεις: ευτυχία, ταχυδρομώ, πόστο, ίσως, δοκάρι, μπορεί, ευκαιρία, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία