Λέξη: πρωτεύουσα
Σχετικές λέξεις: πρωτεύουσα
πρωτεύουσα βοιωτίας, πρωτεύουσα της μολδαβίας, πρωτεύουσα αυστραλίας, πρωτεύουσα γερμανίας, πρωτεύουσα ελβετίας, πρωτεύουσα καζακστάν, πρωτεύουσα ολλανδίας, πρωτεύουσα καναδά, πρωτεύουσα της βαυαρίας, πρωτεύουσα του ισραήλ
Συνώνυμα: πρωτεύουσα
κεφάλαιο, κεφάλαιο γράμμα, μητρόπολη
Μεταφράσεις: πρωτεύουσα
πρωτεύουσα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
capital, the capital, capital of, capital city, primary
πρωτεύουσα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mayúscula, capital, central, de capital, capital social, el capital, capital de
πρωτεύουσα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
groß, hauptstadt, eigenmittel, Hauptstadt, Kapital, der Hauptstadt
πρωτεύουσα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chapiteau, central, éminent, cardinal, gros, essentiel, grand, remarquable, capital, magistral, capitaux, fondamental, principal, capitale, fonds, insigne, le capital
πρωτεύουσα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capitale, metropoli, capitali, di capitale, del capitale, capitale di
πρωτεύουσα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
capital, fundos, importante, de capital, capitais, capital de, o capital
πρωτεύουσα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kapitaal, hoofdstad, vermogen, hoofdletter, het kapitaal
πρωτεύουσα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
столичный, великий, престольный, пространный, инвестиция, главный, столица, прописной, основный, велик, обширный, состояние, капитальный, сагиттальный, капитал, основной, капитала, столицей, столице
πρωτεύουσα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapitalen, hovedstaden
πρωτεύουσα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
huvudstad, kapital, kapitalet, huvudstaden
πρωτεύουσα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pääkaupunki, kapitaali, pääoma, pääoman, pääomaa, pääomasta, pääomien
πρωτεύουσα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kapital, hovedstad, hovedstaden, kapitalen, kapitalbevægelser
πρωτεύουσα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hlavice, kapitál, znamenitý, velký, hlavní, kapitálu, hlavní město, kapitálové, kapitálového
πρωτεύουσα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kapitałochłonny, znakomity, wybitny, kapitał, głowica, duży, stołeczny, akcyjny, kapitel, stolica, dystyngowany, główny, kapitału, stolicy
πρωτεύουσα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapitális, kéménytoldat, törzsvagyon, tőke, főváros, fővárosban, tőkét, a tőke
πρωτεύουσα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anamal, kapital, sermaye, başkenti, sermayesi, sermayenin
πρωτεύουσα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
великий, столиця, капітал, стан, найважливіший, капіталу
πρωτεύουσα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kryeqytet, kapital, i kapitalit, kryeqyteti, kapitali, e kapitalit
πρωτεύουσα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
столица, капитал, капитала, капитали, капиталовата
πρωτεύουσα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
капітал
πρωτεύουσα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kapital, kapiteel, kapitali, pealinnas, pealinna, kapitalist
πρωτεύουσα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
glavnica, glavnim, kapital, glavni, glavnog grada, grada, glavnog
πρωτεύουσα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
höfuðborg, fjármagn, fjármagns, fjármagni, fé
πρωτεύουσα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kapitalas, sostinė, kapitalo, kapitalą, sostinėje
πρωτεύουσα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kapitāls, galvaspilsēta, kapitāla, kapitālu, galvaspilsētā
πρωτεύουσα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
капитал, град, капиталот, главен град, главниот град
πρωτεύουσα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
capital, capitală, de capital, capitalului, capitalul, capitalurilor
πρωτεύουσα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kapitál, kapital, kapitala, kapitalski, kapitalska, kapitalske
πρωτεύουσα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kapitál, imanie, kapitálu, vlastné zdroje, základné imanie
Στατιστικά δημοτικότητας: πρωτεύουσα
Τυχαίες λέξεις