Λέξη: πλέον
Σχετικές λέξεις: πλέον
πλέον τόκων, πλέον english, πλέον συνώνυμα, πλέον φπα, πλέον λεξικό, πλέον δαπάνες μη εκπιπτόμενες, πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, πλέον ή πλέων, πλέον κλίση, πλέον εισφ ν 128 75
Συνώνυμα: πλέον
περισσότερο, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο, υπεράνω, αποπάνω, πάρα πολύ
Μεταφράσεις: πλέον
πλέον στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
more, most, longer, now, no longer
πλέον στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
más, mayoría, la mayoría, mayor, mayor parte
πλέον στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
weitere, mehr, meiste, höchst, meist, nächste, weiter, fast, am meisten, meisten, die meisten, den meisten
πλέον στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
davantage, encore, majorité, presque, plus, toujours, sommital, les plus, le plus, plupart, la plupart
πλέον στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
più, maggior parte, massimo, maggiormente, il più
πλέον στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mais, morais, quase, musgo, maioria, maior, a maioria, maior parte
πλέον στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schier, hoogst, langer, bijna, zowat, meer, meest, welhaast, haast, meeste, de meeste, grootste, nieuwste
πλέον στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
наибольший, больше, больший, пущий, дополнительный, громогласный, наиболее, самых, большинство, самый, самым
πλέον στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mest, de, de fleste, største, fleste
πλέον στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mest, de, de flesta, största, flesta
πλέον στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
melkein, suurin, lisää, eniten, liki, enempi, lisä, enemmän, enin, erittäin, useimmat, kaikkein, useimmissa, useimpien
πλέον στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mest, fleste, de, de fleste, største
πλέον στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
většina, ještě, nejvíc, nejvíce, většinu, největší
πλέον στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
najbardziej, większość, najwięcej, większości, świecie
πλέον στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jobban, ezenfelül, többé, legtöbb, a legtöbb, leginkább, legnagyobb, legfeljebb
πλέον στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
daha, en, çoğu, en çok, çok, var En
πλέον στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
моховитий, пухнатий, трель, пухнастий, найбільш, найбільше
πλέον στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
afro, më, më të, më e, shumica, më i
πλέον στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
почти, най-много, най, повечето, най-
πλέον στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
больш, болей, найбольш, найболей
πλέον στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kõige, enamik, enamiku, kõige rohkem, enim
πλέον στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
još, najviše, bolje, najveći, veće, više, vise, većina, većinu, većini
πλέον στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fleiri, mestur, meiri, flestir, flestur, meira, mest, flest, flestum, best
πλέον στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
beveik, dauguma, labiausiai, daugiausia, Patys, pats
πλέον στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gandrīz, visvairāk, visbiežāk, lielākā daļa, lielākā, lielāko
πλέον στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повеќе, повеќето, најмногу, најголем, поголемиот
πλέον στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aproape, cel mai, mai, cele mai, cea mai, cele mai multe
πλέον στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
moje, več, najbolj, více, bolj, víc, večina, večino, največ, je večina
πλέον στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
viacej, moje, skôr, väčšina, má, väčšinu