Afiado στα ελληνικά

Μετάφραση: afiado, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιφνίδιος, εξακολουθώ, κοφτερός, κρατώ, μυτερός, κατακρατώ, ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό
Afiado στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aferrar στα ελληνικά - πόα, συλλαμβάνω, πιάνω, σφίγγω, χόρτο, καταδότης, πιάσιμο, ...
  • aferroar στα ελληνικά - μαζεύω, συλλέγω, κασμάς, τσίμπημα, κεντρί, τσιμπήματος, τσούξιμο, ...
  • afiançar στα ελληνικά - ένταλμα, εχέγγυο, εγγύηση, αντίκρισμα, εγγυώμαι, διάσωσης, διάσωση, ...
  • afiar στα ελληνικά - ξύνω, οξυδέρκεια, ακονίζω, στυφότητα, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ...
Τυχαίες λέξεις
Afiado στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιφνίδιος, εξακολουθώ, κοφτερός, κρατώ, μυτερός, κατακρατώ, ενδιαφερόμενος, οξυδερκής, αιχμηρός, απότομη, αιχμηρά, αιχμηρές, αιχμηρό