Λέξη: έπειτα
Σχετικές λέξεις: έπειτα
έπειτα συνώνυμα, έπειτα από, έπειτα από 120 χρόνια ελεύθερησ ζωήσ είμεθα πάλι σκλάβοι
Συνώνυμα: έπειτα
τότε, λοιπόν, επί τούτου, διά τούτο, μετά τούτου, κατόπιν, μετά από αυτά, συνεπώς
Μεταφράσεις: έπειτα
έπειτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afterward, after, then, next, thereafter, following
έπειτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
luego, después, tras, entonces, detrás, continuación
έπειτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
folglich, nachdem, hinterher, später, derzeitig, hinter, nach, da, dann, damalig, damals, nachher, anschließend, Sie dann, danach
έπειτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partant, suivant, dans, donc, de, alors, selon, derrière, ensuite, par, après, là, sur, subséquemment, pour, en, puis
έπειτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
poi, in, conseguentemente, allora, quindi, dopo, dietro, quindi fare
έπειτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
após, tema, depois, trás, então, em seguida, seguida
έπειτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
later, toen, daarna, toch, ergo, na, achter, dus, over, aan, dan, daarop, vervolgens, dan is
έπειτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вслед, кормовой, позднее, потом, по, позади, затем, вытекающий, после, тут, вдогонку, впоследствии, далее, тогда, спустя, то
έπειτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
deretter, etter, så, da, bak, derfor, og, og deretter
έπειτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sedan, efter, då, därefter, så, dess
έπειτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälkeen, taa, myöhemmin, silloin, päästä, siis, taakse, sitten, jälkikäteen, niin, sen jälkeen
έπειτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
efter, da, så, altså, derpå, derefter, herefter
έπειτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
za, nato, tedy, tehdy, přes, příští, pak, dle, pozdější, po, potom, tenkrát, podle, vzadu, poté, klepněte, klepněte na
έπειτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
tylny, potem, jak, stamtąd, po, wtedy, następnie, wówczas, według, wtenczas, tylni, za, a następnie
έπειτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azután, utána, majd, miután, akkor, modorában, akkori, után, ezután, aztán
έπειτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
arkasından, sonra, ardından, daha sonra, sonra da, o
έπειτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
пізніше, після, потім, тоді, по, за, був, а потім
έπειτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sipas, atëherë, pas, mbas, pastaj, më pas, pastaj të
έπειτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
след, след това, тогава, после, след което
έπειτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
у, адзаду, там, ва, пасьля, на, затым, потым, пасля
έπειτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pärastpoole, hiljem, järel, pärast, siis, seejärel
έπειτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
o, naknadni, za, tada, onda, tadašnji, nego, kasnije, pošto, iza, stoga, po, poslije, zatim, a zatim, potom
έπειτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svo, eftir, síðan, þá, þá er
έπειτα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
postquam, deinde, tum, tunc, inde, post
έπειτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tada, paskui, toliau, po to, tuomet, vėliau
έπειτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
tad, pēc tam, tam, pēc
έπειτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тогаш, потоа, а потоа, потоа да
έπειτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
apoi, dup, atunci, apoi se
έπειτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
potom, po, za, pol, potem, nato, potem pa, takrat, nato pa
έπειτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
po, potom, tak, následne