Aposentadoria στα ελληνικά
Μετάφραση: aposentadoria, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανταπαντώ, αντίλογος, αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Μεταφράσεις
- aportar στα ελληνικά - αρμόζω, φτάνω, παίρνω, πηγαίνω, φθάνω, γίνομαι, αποκτώ, ...
- aposentado στα ελληνικά - αποστράτευση, συνταξιούχος, συνταξιούχων, συνταξιούχους, αποσύρθηκε, συνταξιούχοι
- aposente στα ελληνικά - αποσύρομαι, συνταξιοδοτηθούν, συνταξιοδοτούνται, συνταξιοδοτηθεί, αποσυρθεί, αποχωρούν
- aposento στα ελληνικά - σπίτι, βάφω, κατάλυμα, στέγαση, κατοικία, δωμάτιο, αίθουσα, ...
Τυχαίες λέξεις
Aposentadoria στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανταπαντώ, αντίλογος, αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως
Μεταφράσεις: ανταπαντώ, αντίλογος, αποστράτευση, συνταξιοδότηση, συνταξιοδότησης, τη συνταξιοδότηση, γήρατος, συνταξιοδοτήσεως