Αποστράτευση στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποστράτευση, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aposentadoria, aposentado, desmobilização, de desmobilização, a desmobilização, da desmobilização
Αποστράτευση στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποστράτευση

αποστράτευση λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποστράτευση στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποστολή στα πορτογαλικά - faltar, missão, falta, tarefa, missão de, a missão, de missão, ...
  • αποστολικός στα πορτογαλικά - apostólico, apostólica, apostólicas, apostólicos
  • αποστραγγίζω στα πορτογαλικά - drenar, dreno, escorrer, drene, escorra
  • αποστροφή στα πορτογαλικά - apóstrofe, aversão, aversão ao, a aversão, aversion, a aversão ao
Τυχαίες λέξεις
Αποστράτευση στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aposentadoria, aposentado, desmobilização, de desmobilização, a desmobilização, da desmobilização