Circunstância στα ελληνικά
Μετάφραση: circunstância, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πάθηση, κατάσταση, θέση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Μεταφράσεις
- circunscrever στα ελληνικά - περιορίζω, περιγράφω, οριοθετούν, πλαισιώνει, οριοθετήσει
- circunspecto στα ελληνικά - μετρημένος, ενημερωμένος, προσεκτικός, επιφυλακτικός, επιφυλακτικοί
- cirurgia στα ελληνικά - χειρουργικός, ιατρείο, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
- cirurgião στα ελληνικά - ιατρείο, χειρουργός, χειρουργό, χειρούργος, χειρούργο, χειρουργού
Τυχαίες λέξεις
Circunstância στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πάθηση, κατάσταση, θέση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος
Μεταφράσεις: πάθηση, κατάσταση, θέση, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης, όρος