Λέξη: βεντούζα

Σχετικές λέξεις: βεντούζα

βεντούζα vacuum, βεντούζα ξεβουλώματος, βεντούζα απόφραξης, βεντούζα τουαλέτας, βεντούζα in english, βεντούζα για κυτταρίτιδα, βεντούζα τζαμιών, βεντούζα τηλεφώνου, βεντούζα αγγλικά, βεντούζα αναρρόφησης

Συνώνυμα: βεντούζα

φλιτζάνι, κύπελλο, φλυτζάνι, κούπα, χούφτα, επίθεση βεντούζας

Μεταφράσεις: βεντούζα

βεντούζα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sucker, cupping, cup, suction cup, suction, suction cups

βεντούζα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
chupón, mamón, pimpollo, catación, cupping, ahuecamiento, ventosas, de catación

βεντούζα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
säugling, sauger, lutscher, dummkopf, gimpel, Schröpfen, Schröpf, Wölbung, Tiefung, Exkavation

βεντούζα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ventouse, sarment, sucette, nourrisson, pousse, ventouses, dégustation, excavation, emboutissage

βεντούζα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coppettazione, cupping, cupper, imbutitura, foggiare a coppa

βεντούζα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sangria, Cupping, escavação, ventosas, ventosa

βεντούζα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cupping, Aderlaten, tot een kom vormen, kom vormen, een kom vormen

βεντούζα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сосунок, присоска, дурак, простак, поршень, сосун, присосок, молокосос, применение банок, купирования, Придавая форму чашки, кровопускание, купирование

βεντούζα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kopping, cupping, velving, nedtrykk, hudproblemer

βεντούζα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koppning, cupping, kupning, skålformning, koppningen

βεντούζα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tikkukaramelli, tikkari, loinen, kuppaus, cupping

βεντούζα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
cupping, krumninger, ekskavation, kopformet

βεντούζα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kojenec, výhonek, baňkování, vytahování, hloubením, Cupping

βεντούζα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naiwniak, przyssawka, pęd, odrost, frajer, ssawka, osesek, Bańki, Cupping, tłoczności, bańką, zagłębienia

βεντούζα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyökérsarj, szívóka, szopogató, lopótök, szívó, fattyúhajtás, tejfelesszájú, franc, szívókorong, szopó, nyalóka, gyökérhajtás, bujtvány, köpölyözés, karmantyúkar

βεντούζα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çukurluğu, cupping, kupa, takılma, çukurlaşma

βεντούζα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сисунець, простак, присосок, застосування, використання, вживання

βεντούζα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hedhje kupash

βεντούζα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поставяне на вендузи, вендузи, на вендузи

βεντούζα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прымяненне, ўжыванне, ужыванне, выкарыстанне

βεντούζα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pulgakomm, jobu, imeja, depressioon, cupping

βεντούζα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utikač, proces puštanja krvi, Cupping

βεντούζα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undist, cupping

βεντούζα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Medicininė, įduba, Bankų pamatai, Medicininė banko

βεντούζα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
banku likšana

βεντούζα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вендузи, на вендузи

βεντούζα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prost, ventuze, ambutisare, causul, ambutisarii, studiul ambutisarii

βεντούζα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naivka, uvlek, Cupping

βεντούζα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naivka, bankovanie, bankovania, bankovaní, baňkovanie
Τυχαίες λέξεις