Complemento στα ελληνικά
Μετάφραση: complemento, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντικείμενο, πράγμα, αντιτείνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις
- compita στα ελληνικά - διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, τον ανταγωνισμό
- complementar στα ελληνικά - συμπλήρωμα, συμπληρωματικός, συμπληρωματικές, συμπληρωματική, συμπληρωματικά, συμπληρωματικό
- completamente στα ελληνικά - γεμάτος, εντελώς, πλήρως, ολόκληρος, ολικός, μεστός, όλα, ...
- completar στα ελληνικά - περατώνω, γεμίζω, ολοκληρώνω, ολόκληρος, πλήρης, πλήρη, πλήρες, ...
Τυχαίες λέξεις
Complemento στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντικείμενο, πράγμα, αντιτείνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα
Μεταφράσεις: αντικείμενο, πράγμα, αντιτείνω, συμπλήρωμα, συμπληρώματος, του συμπληρώματος, συμπληρωματικά, το συμπλήρωμα