Λέξη: γάντζος

Σχετικές λέξεις: γάντζος

γάντζος ψαρέματος, γάντζος ξεβραχώματος, γάντζος ρυμούλκησης, γάντζος οροφής, γάντζος για τσάντες, γάντζος βιδωτός, γάντζος ζύμης, γάντζος windsurf, γάντζος καροτσιού, γάντζος τοίχου

Συνώνυμα: γάντζος

καμάκι, αγγίστρο, άγκιστρο, δυσκολία, τσεγκέλι, τσιγγέλι, μαγκούρα, κράμπα, σπασμός, νευροκαβαλίκεμα, αναποδιά, εμπόδιο, θηλειά, κόμβος, κάτι που αρπάζει, άρπαγας

Μεταφράσεις: γάντζος

γάντζος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hook, hitch, hook is, claw, hooks

γάντζος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
gancho, anzuelo, gancho de, de gancho, del gancho

γάντζος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stehlen, haken, aufhänger, Haken, Hakens, Anschluß

γάντζος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voler, croc, agrafe, accroc, crochet, courber, hameçon, accrocher, crochets, crochet de, hook

γάντζος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
gancio, uncinare, uncino, rampino, uncinetto, gancetto, agganciare, hook, gancio di, amo

γάντζος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
casco, gancho, enganchar, anzol, gancho de, de gancho, hook

γάντζος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spang, haakje, slot, haak, aansluiting, aansluiting t, hook

γάντζος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зацеплять, гак, крюк, захватка, выудить, крючок, шип, выуживать, закорючка, багор, серп, зацепка, закуток, зацепить, крюка, крючком, крючка

γάντζος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hekte, hake, krok, kroken, hook

γάντζος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hake, krok, kroken

γάντζος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haka, koukata, varastaa, onki, koukku, koukkulava, koukun, hook, koukkuun

γάντζος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
knage, medekrog, hægte, krog, krogen, hook, nålen, røret

γάντζος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
háček, hák, ohnout, zachytit, klička, skoba, zaháknout, udice, háku, hook, háčky

γάντζος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagiąć, zahaczać, zahaczyć, zaczepiać, haczyk, krzywić, skrzywić, ogonek, zagięcie, przyczepiać, hak, zaczepić, zaczep, haka, hook

γάντζος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
akasztó, horog, kampó, hook, horgos, horgot

γάντζος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çengel, kanca, kancalı, kancası, hook

γάντζος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гак, серп, крючок, гачок, крюк, гака

γάντζος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fiksohem, goditje, grep, goditje e, goditje të

γάντζος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кука, куката, куки, кука от

γάντζος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
крук, гак

γάντζος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haakima, löök, konks, konksu, hook, konksul, haak

γάντζος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čaklja, saviti, zakačiti, udica, kuka, kuku, kukom, hook

γάντζος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snagi, krókur, krók, friði, krókinn, Krókurinn

γάντζος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kabliukas, kablys, kabliu, hook, kablio

γάντζος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
āķis, āķi, ar āķi, āķa, hook

γάντζος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кука, јадица, јадицата, куката, рачка

γάντζος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cârlig, carlig, cârlig de, cu cârlig, cârligului

γάντζος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obešalnik, kavelj, hook, kljuka, kljuko, kljuke

γάντζος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hák, háčik
Τυχαίες λέξεις