Λέξη: βίδα

Σχετικές λέξεις: βίδα

βίδα ηλικίασ 300 εκατομμυρίων ετών, βίδα αγγλικά, βίδα χαρτιά, βίδα ηλικίας 300 εκατ. χρόνων, βίδα στα αγγλικά, βίδα συνώνυμα, βίδα θεσσαλονίκη, βίδα card game, βίδα online, βίδα wiki

Συνώνυμα: βίδα

μπουλόνι, κεραυνός, μανδάλο, κοχλίας, έλιξ, χωνάκι, βίδα στρεφόμενη διά των δάκτυλων

Μεταφράσεις: βίδα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
screw, bolt, plug
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tornillo, hélice, atornillar, follar, joder, tornillo de, de tornillo, el tornillo, del tornillo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefangenenwärter, nummer, bulle, schraube, polizist, schummeln, schrauben, anschrauben, gefängniswärter, Schraube, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vissez, pressurer, tourner, vissons, boulon, geôlier, opprimer, friponner, escroquer, fouler, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
avvitare, vite, vite di, a vite, la vite, viti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tela, parafuso, rosca, parafuso de, de parafuso, do parafuso
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
cipier, schroeven, naaien, schroef, bout, de schroef
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
болт, крутить, ввернуть, привертывать, свинтить, вертеться, навинтить, ввинчивать, завинчивать, привинтить, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skrue, skru, skruen
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skruv, skruven
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pano, ruuvi, petkuttaa, ruuvata, vanginvartija, ruuvin, ruuvia, ruuvilla, screw
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skrue, skruen, skruer
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
utiskovat, šroub, šidit, šroubovat, utlačovat, stisknout, kroutit, přišroubovat, šroubek, vrtule, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ugniatać, wkręcać, oszukać, wkręcić, śrubować, wkręt, śrubowanie, uciskać, śruba, przyśrubować, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
facsavar, légcsavar, hajócsavar, csavarás, smasszer, csavar, csavart, csavaros, csavarral, menetes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vida, vidalamak, vidalı, vidası, vidasını
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вижимати, крутитися, вертіти, гвинт, винт
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vidhos, vidë, helika, vidë të, vidhë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
винт, винтова, винтов, на винт, шнек
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шруба, шрубу, вінт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kruvi, tuutu, keeratava, kruviga, screw, kruvide
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
raga, natjerati, vijak, vijka, vijak za, vijčani, screw
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skrúfa, skrúfu, skrúfunni, skrúfuna, skrúfan
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
varžtas, sraigtas, varžtą, screw, varžto
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skrūve, skrūves, skrūvi, screw, skrūvju
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
завртка, завртката, шраф, навој, винтови
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șurub, șurubul, cu șurub, surub, șurubului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vijak, vijaka, vijakom, vijačni, vijak za
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
skrutka, skrutku, skrutky, šrób
Τυχαίες λέξεις