Comprimir στα ελληνικά
Μετάφραση: comprimir, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρεσάρω, συμπιέζω, πιέζω, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- comprido στα ελληνικά - λαχτάρα, μακρύς, καημός, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, ...
- comprimento στα ελληνικά - μήκος, μήκους, διάρκεια, το μήκος, χρονικό
- comprometer στα ελληνικά - συμβιβάζω, διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
- compromisso στα ελληνικά - συμβιβάζω, διορισμός, υπόσχομαι, ραντεβού, πλοκή, συμβιβασμός, εχέγγυο, ...
Τυχαίες λέξεις
Comprimir στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρεσάρω, συμπιέζω, πιέζω, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει
Μεταφράσεις: πρεσάρω, συμπιέζω, πιέζω, πατικώνω, κομπρέσα, συμπιέσει, τη συμπίεση, συμπιέσετε, συμπιέζει