Λέξη: ευκατάστατος

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο

Μεταφράσεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wealthy, well off

ευκατάστατος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acomodado, acaudalado, pudiente, adinerado, caudaloso, bien fuera, pudientes, acomodada, bien fuera de, acomodados

ευκατάστατος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
reich, wohlhabend, gut geht, wohlhabe, auch abseits

ευκατάστατος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
riche, aisé, opulent, fortuné, cossu, aisés, bien nantis, bien lotis, aisées, nantis

ευκατάστατος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
benestante, ricco, facoltoso, benestanti, abbienti, ben fuori, bene fuori

ευκατάστατος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rico, riqueza, haver, bem fora, abastados, bem de vida, bem de, boa situação

ευκατάστατος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gefortuneerd, rijk, goed af, welgesteld, goed buiten

ευκατάστατος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изобилующий, обильный, состоятельный, богатый, а, хорошо, также, и, так

ευκατάστατος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rik, velstående, godt av, godt utenfor, også utenfor, god råd

ευκατάστατος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
riklig, förmögen, rik, yppig, välbeställda, väl utanför, väl av, väl off, det bra

ευκατάστατος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rahakas, varakas, rikas, hyvin pois, varakkaita, vauraita

ευκατάστατος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rig, velhavende, godt fra, godt ud, velstillede, godt slået fra

ευκατάστατος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bohatý, majetný, blahobytný, zámožný, zámožní, dobře si

ευκατάστατος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bogaty, zamożny, zasobny, majętny, zamożnych, zamożni, dobrze sytuowanych, sytuowanych

ευκατάστατος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jómódú, tehetősek, jól szituált, jómódúak, jól ki

ευκατάστατος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
de kapalı, oldukça iyi şartlarda, iyi şartlarda, durumu iyi

ευκατάστατος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатства, а, і

ευκατάστατος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasur, mirë jashtë, të mirë jashtë, edhe jashtë, i pasur, mirë ekonomike

ευκατάστατος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
заможен, заможни, заможните

ευκατάστατος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
а з, а зь, а са

ευκατάστατος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omandimaks, heal järjel, hästi välja, jõukate, jõukad

ευκατάστατος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
imućan, bogat, dobrostojeći, dobro off, dobro stojeći, dobro stoji

ευκατάστατος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
auðugur, vel af, vel á, vel burt, vel stæð, vel auðigur

ευκατάστατος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dives, copiosus, opulentus

ευκατάστατος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtingas, pasiturintiems, pasiturintys, neblogėja, pasiturinčių, prastės

ευκατάστατος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bagāts, labi, arī, gan, krietni

ευκατάστατος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
и надвор, и исклучување

ευκατάστατος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bogat, bine, și, si, precum, de bine

ευκατάστατος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bogat, dobro, tudi, ter, in, naredil

ευκατάστατος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
majetný, bohatý, zámožní, bohatí
Τυχαίες λέξεις