Conhecer στα ελληνικά

Μετάφραση: conhecer, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε
Conhecer στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • congregar στα ελληνικά - συγκεντρώσει, συγκεντρωθούν, συγκεντρώνουν, συλλέξει, συλλέγουν
  • conhaque στα ελληνικά - κονιάκ, μπράντι, brandy
  • conhecimento στα ελληνικά - επίγνωση, γνώσεις, οικειότητα, γνώση, γνωριμία, αισθήσεις, γνώσης, ...
  • conjecturar στα ελληνικά - υποτίθεται, υποθέτω, υπολογίζω, εικασία, εικασίες, υπόθεση, εικασίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Conhecer στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωρίζω, ξέρω, γνωρίζουν, γνωρίζετε, ξέρετε