Consequentemente στα ελληνικά
Μετάφραση: consequentemente, Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πορτογαλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άραγε, συνεπώς, θερμόμετρο, επομένως, κατά συνέπεια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- consentimento στα ελληνικά - συγκατανεύω, άδεια, συγκατάθεση, συναίνεση, συγκατάθεσή, τη συγκατάθεσή, συγκατάθεσης
- consentir στα ελληνικά - επιτρέπω, συγκατάθεση, άδεια, ενοικιάζομαι, αφήνω, συναίνεση, συγκατάθεσή, ...
- consequência στα ελληνικά - τεύχος, άθλημα, συνέπεια, γεγονός, επίπτωση, αποτέλεσμα, έκβαση, ...
- consertar στα ελληνικά - επισκευάζω, επισκευή, φτιάχνω, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Consequentemente στα ελληνικά - Λεξικό: πορτογαλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άραγε, συνεπώς, θερμόμετρο, επομένως, κατά συνέπεια
Μεταφράσεις: άραγε, συνεπώς, θερμόμετρο, επομένως, κατά συνέπεια