Λέξη: πλήθος

Σχετικές λέξεις: πλήθος

πλήθος κλίση, πλήθος english, πλήθος προσόψεων ε9, πλήθος ονειροκρίτης, πλήθος ομορριζα, πλήθος προσόψεων, πλήθος τούρκων στην κωνσταντινούπολη τα βάζουν με έλληνα ο οποίος τύγχανε να είναι μποξέρ, πλήθος πιστωτικών τιμολογίων παρακρατήσεων, πλήθος συνδυασμών, πλήθος συνώνυμα

Συνώνυμα: πλήθος

στρατός, στράτευμα, στρατία, συντροφιά, σύναξη, σμήνος, οικοδεσπότης, όστια, όστια καθολικών, μπόλικος, ζάρα, πτυχή, όχλος, αβαθές ύδωρ, ύφαλος, σωρός, τέναγος, ομάδα, θίασος, ίλη ιππικού, συνωστισμός, μυστικό συμβούλιο, λαός, τάγμα

Μεταφράσεις: πλήθος

πλήθος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
throng, crowd, multitude, horde, host, large number of, number

πλήθος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
multitud, afluencia, turba, muchedumbre, público ya, público, gente

πλήθος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
horde, rotte, zulauf, auflauf, clique, menschenmenge, pulk, rudel, menge, vielzahl, gedränge, Menschenmenge, Menge, Publikum, Masse, Gedränge

πλήθος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nuée, troupe, entasser, horde, amas, pousser, cohue, tapée, presser, affluence, quantité, encombrer, bande, affluer, bourrer, multitude, foule, la foule, public, foules

πλήθος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
calca, folla, turba, quantità, orda, torma, stuolo, spingere, moltitudine, pubblico, gente, crowd, folla di

πλήθος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ruma, pilha, multidão, acervo, público, torcida, platéia, grupo

πλήθος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
massa, troep, schare, horde, bende, boel, hoop, menigte, tas, stapel, drom, publiek, toeschouwers, crowd

πλήθος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сонм, толпиться, столпиться, скопище, гурьба, банда, роиться, тесниться, статист, потесниться, сборище, сутолока, уйма, потеснить, толчея, теснить, толпа, толпы, толпу, толпе, толпой

πλήθος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trengsel, masse, mengde, hop, folkemengde, publikum, folkemengden, mengden, menneskemengder

πλήθος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trängas, mängd, hop, folkmassa, publik, publiken, folkmassan, mängden

πλήθος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sakki, kuhista, tungeksia, tungos, joukkio, porukka, ihmiset, ihmislauma, lauma, parvi, tunkea, joukko, väkijoukko, väkijoukon, yleisö, väkijoukkoon

πλήθος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
masse, opløb, crowd, mængden, publikum, tilskuerne, tilskuere

πλήθος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dav, spousta, přeplnit, namačkat, natlačit, tísnit, nacpat, horda, tlačit, cpát, množství, přecpat, hejno, tlačenice, stísnit, zástup, davu, diváků, dav se

πλήθος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pchać, pospólstwo, napakować, horda, mnóstwo, ścisk, natłoczyć, tłum, tabun, orda, zwalać, mnogość, zatłoczyć, chmara, tłoczyć, nawała, tłumu, kibiców, crowd, trybunach

πλήθος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horda, pereputty, statiszták, banda, sokadalom, tömeg, tömegben, tömegből, tömeget, nézőtéren

πλήθος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kalabalık, taraftar topluluğu, bir kalabalık, sahibi takımın taraftarları, kalabalığın

πλήθος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
крота, натовп, товпитися, юрба, товкотнеча, орда, юрбитися, штовханина, маса

πλήθος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turmë, Turma, Turrma, turmë e, turmës

πλήθος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
множество, тълпа, зрители, тълпата, публиката, на публиката

πλήθος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
натоўп

πλήθος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tunglema, summ, rahvamass, hord, rüselema, rahvasumm, rohkus, rahvahulk, rahvahulga, rahvamassi, Rahvas, poolehoidjad

πλήθος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
množina, rulja, gomila, vreva, gužva, nagomilati, svjetina, vrvjeti, mnoštvo, nagrnuti, gužve, publika

πλήθος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hópur, örtröð, fjölmenna, fjöldi, fólkið, mannfjöldi, komu, Áhorfendur, mannfjöldinn

πλήθος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
frequentia, turba, grex, multitudo, caterva, vulgus

πλήθος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
minia, daugybė, Žiūrovai, minios, žm, Susirinkę žiūrovai

πλήθος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bars, pūlis, pūļa, Mājinieku fani, Mājinieku fani skaļi

πλήθος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
толпата, трибините, публиката, толпа, навивачи

πλήθος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mulţime, hoardă, mulțimea, mulțime, mulțimii, multime, mulțimi

πλήθος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
horda, dav, nával, množica, množica je, navijači so, gledalcem

πλήθος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tlačenica, zástup, dav, nával, horda, množstvo, tlačenice, davu

Στατιστικά δημοτικότητας: πλήθος

Τυχαίες λέξεις